- διάγει
- διάγωcarry overpres ind mp 2nd sgδιάγωcarry overpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγαθόβιος — ια, ιο 1. αυτός που διάγει αγαθό, χρηστό βίο 2. αυτός που διάγει τον βίο έχοντας όλα τα αγαθά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγαθός + βίος] … Dictionary of Greek
ДЕМОКРИТ — • Democrltus, Δημόκριτος, родился в городе Абдера между 470 460 гг. до Р. X., следовательно, был намного моложе Анаксагора и был еще в живых во времена Сократа. Отец его, рассказывают, был очень богат и угостил Ксеркса у себя в доме… … Реальный словарь классических древностей
Плачущий Гераклит и смеющийся Демокрит — Фреска Браманте, 1477 Плачущий Гераклит и смеющийся Демокрит … Википедия
επίμοχθος — η, ο (AM ἐπίμοχθος, ον) [μόχθος] (για εργασία) αυτός που απαιτεί την καταβολή πολλού μόχθου, επίπονος, πολύ κοπιαστικός αρχ. μσν. 1. (για πρόσωπα) δραστήριος, αυτός που εργάζεται πολύ σκληρά 2. γεμάτος μόχθους, εκείνος τον οποίο ανέχεται ή διάγει … Dictionary of Greek
ευβίοτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο μάρτυρας. Συνελήφθη στα χρόνια του Μαξιμιανού, βασανίστηκε και απελευθερώθηκε με τη φήμη της έλευσης του Μεγάλου Κωνσταντίνου στην Ανατολή. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Δεκεμβρίου. 2. Ο μάρτυρας.… … Dictionary of Greek
κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
μονίας — μονίας, ὁ (ΑΜ) μσν. αυτός που διάγει μοναχικό βίο, μονήρης, μοναχικός αρχ. 1. ονομασία τού μήνα Ιανουαρίου 2. (για ψάρια) αυτός που δεν συναγελάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. ίας] … Dictionary of Greek
μονερημίτης — και μονηρεμίτης, ὁ (Μ) αυτός που μόνος ζει ως ερημίτης, αυτός που διάγει μονήρη βίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἐρημίτης] … Dictionary of Greek
μονοχίτων — μονοχίτων, ό, ἡ (ΑΜ) αυτός που φορά μόνο τον χιτώνα («ὁ δ ἐφιάλτης... καθίζει μονοχίτων ἐπὶ τὸν βωμόν», Αριστοτ.) (μνσ.) φρ. «μονοχίτων βίος» ο βίος τον οποίο διάγει κάποιος φορώντας συνεχώς έναν χιτώνα αρχ. (για φλέβα) αυτός που έχει ένα μόνο… … Dictionary of Greek